προκαταβάλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.ka.taˈva.lo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐τα‐βάλ‐λο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπροκαταβάλλομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προκαταβάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροκαταβάλλομαι
- (ελληνιστική κοινή) μεσοπαθητική φωνή του ρήματος προκαταβάλλω