Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προεξάγω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Κλίση
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
προεξάγω
<
αρχαία ελληνική
προεξάγω
<
πρό
+
ἐξάγω
<
ἐξ
+
ἄγω
Ρήμα
επεξεργασία
προεξάγω
(
σπάνιο
)
εξάγω
νωρίτερα
από τον
συνήθη
ή
καθορισμένο
χρόνο
Κλίση
επεξεργασία
→ λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προεξάγω