Ετυμολογία

επεξεργασία
προεισαγωγικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προεισαγωγικῶς (μαρτυρείται από το 1895). [1] Συγχρονικά αναλύεται σε προεισαγωγικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

προεισαγωγικώς

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 843, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • προεισαγωγικός (προεισαγωγικά & -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)