προεδρεύσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προεδρεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προεδρεύω
- θα προεδρεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προεδρεύω
προεδρεύσουν