προδικάσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προδικάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προδικάζω
- θα προδικάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προδικάζω
προδικάσετε