Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προγραμματιστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προγραμματίζομαι
  2. θα προγραμματιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προγραμματίζομαι