Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προγραμματιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προγραμματίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προγραμματίζομαι
  3. θα προγραμματιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προγραμματίζομαι