προγευματίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προγευματίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προγευματίζω
- θα προγευματίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προγευματίζω