Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προγευματίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προγευματίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προγευματίζω
  3. θα προγευματίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προγευματίζω