προβλέψετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προβλέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προβλέπω
- θα προβλέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προβλέπω
προβλέψετε