προαφαίρεσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προαφαίρεσις (μαρτυρείται από το 1888) [1] < → και δείτε τη λέξη προαφαίρεση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροαφαίρεσις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 839, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου