προασφάλισις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προασφάλισις (μαρτυρείται από το 1834)[1] σε κείμενα του Φίλιππου Ιωάννου [2] < προασφαλί(ζω) < (ελληνιστική κοινή) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
προασφάλισις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προασφάλιση (1834) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σελ. 839, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
ΣτΕ: Φίλιππος Ιωάννου, Φιλοσοφική δικαιολογία ή Φυσικόν Δίκαιον, Αθήνα, 1863