Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προάσκησις < προασκῶ (κλίση -έω), προασκη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αρχαία ελληνική ἄσκησις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προάσκησις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία