προάσκησις
Ετυμολογία
επεξεργασία- προάσκησις < προασκῶ (κλίση -έω), προασκη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αρχαία ελληνική ἄσκησις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροάσκησις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- προάσκησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)