πριονιστήριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πριονιστήριον (μαρτυρείται από το 1862) [1] < → και δείτε τη λέξη πριονιστήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριονιστήριον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) πριονιστήριο
- άλλες μορφές: πριστήριον
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 837, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου