Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριβέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική privé

  Επίθετο επεξεργασία

πριβέ άκλιτο

  • ιδιωτικό, μόνο για λίγους

  Μεταφράσεις επεξεργασία