πρεσβεύσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπρεσβεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρεσβεύω
- θα πρεσβεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρεσβεύω
πρεσβεύσουν