Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πρήξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρήζω
  2. θα πρήξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρήζω