ππούλιν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ππούλιν από το Τούρκικο pul
Ουσιαστικό
επεξεργασίαππούλιν ουδέτερο
- (κυπριακά) το γραμματόσημο
- (κυπριακά) ο ηλίθιος π.χ. είσαι τέλεια ππούλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ππούλιν
|
ππούλιν ουδέτερο
|