Ετυμολογία

επεξεργασία
πουτσίζω < πούτσα

πουτσίζω, στ.μέλλ.: θα πουτσίσω, αόρ.: πούτσισα

  • (αργκό, συνήθως στον αόριστο και με την αντωνυμία την) την πούτσισα: την πάτησα, έπαθα μεγάλη ζημιά