Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πουτσίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πουτσίζω
<
πούτσα
Ρήμα
επεξεργασία
πουτσίζω
,
στ.μέλλ
.
: θα
πουτσίσω
,
αόρ
.
:
πούτσισα
(
αργκό, συνήθως στον αόριστο και με την αντωνυμία
την
)
την πούτσισα
: την
πάτησα
, έπαθα μεγάλη ζημιά