Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ποτίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποτίζω
  2. θα ποτίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποτίζω