Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ποσέτ

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποσέτ < γαλλική pochette

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποσέτ ουδέτερο άκλιτο

  • μαντηλάκι για την τσέπη του σακακιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία