Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτοκαλίζω < πορτοκαλί + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πορτοκαλίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία