Ετυμολογία

επεξεργασία
πορνογραφικώς < πορνογραφικός + -ώς

  Επίρρημα

επεξεργασία

πορνογραφικώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πορνογραφικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)