πονέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπονέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πονώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πονώ
- θα πονέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πονώ