Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πομπέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πομπεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πομπεύω
  3. θα πομπέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πομπεύω