πομπέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πομπέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πομπεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πομπεύω
- θα πομπέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πομπεύω