πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πολυτεχνίτης, κι και ερημοσπίτης → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
- αυτός που κάνει πολλά επαγγέλματα χωρίς να γνωρίζει πουθενά την επιτυχία ή που εξαιτίας της πολυπραγμοσύνης του δεν έχει κατορθώσει να φτιάξει ένα σπιτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
|