Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πολυβολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πολυβολώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολυβολώ
  3. θα πολυβολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολυβολώ