Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολιόρκησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πολιόρκησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πολιορκώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πολιορκώ