Ετυμολογία

επεξεργασία
πολεοδομούμαι < παθητική φωνή του ρήματος πολεοδομώ

πολεοδομούμαι

  • (για πόλη ή οικισμό ή τμήμα αυτών) γίνομαι αντικείμενο πολεοδόμησης
  • (για περιοχή) μπαίνω σε σχέδιο πόλεως

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία