πολεοδομούμαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολεοδομούμαι < παθητική φωνή του ρήματος πολεοδομώ
ΡήμαΕπεξεργασία
πολεοδομούμαι
- (για πόλη ή οικισμό ή τμήμα αυτών) γίνομαι αντικείμενο πολεοδόμησης
- (για περιοχή) μπαίνω σε σχέδιο πόλεως
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολεοδομούμαι