Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολεοδομώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολεοδομώ
< από το ουσιαστικό
πολεοδόμος
Ρήμα
επεξεργασία
πολεοδομώ
οργανώνω συστηματικά τον
ιστό
και τις
υποδομές
μίας
πόλης
ή ενός
οικισμού
Συγγενικά
επεξεργασία
πολεοδόμηση
πολεοδομία
πολεοδομικός
πολεοδόμος
πολεοδομούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολεοδομώ
γαλλικά
:
urbaniser
(fr)