ποιμνιοστάσιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποιμνιοστάσιον (μαρτυρείται από το 1851) [1] < → και δείτε τη λέξη ποιμνιοστάσιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποιμνιοστάσιον, -ίου ουδέτερο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 821, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου