Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποιμενάρχησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ποιμενάρχησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ποιμεναρχώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ποιμεναρχώ