Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ποιμάνουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποιμαίνω
  2. θα ποιμάνουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποιμαίνω