Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ποιμάνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ποιμαίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποιμαίνω
  3. θα ποιμάνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποιμαίνω