Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνεύμα αντιλογίας < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική esprit contredisant ή τη γερμανική Widerspruchsgeist (πνεύμα + αντιλογία)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πνεύμα αντιλογίας ουδέτερο

  • χαρακτηρισμός προσώπου που σχεδόν μόνιμα διαφωνεί με τους υπόλοιπους έστω κι αν δεν υπάρχει λόγος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία