πνίξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπνίξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πνίγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πνίγω
- θα πνίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πνίγω