Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πνίξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πνίγω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πνίγω
  3. θα πνίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πνίγω