πλουτίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλουτίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλουτίζω
- θα πλουτίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλουτίζω
πλουτίσετε