Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πλιατσικολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλιατσικολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλιατσικολογώ
  3. θα πλιατσικολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλιατσικολογώ