πληρεξούσιος εξυπηρετητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπληρεξούσιος εξυπηρετητής
- (νεολογισμός) (πληροφορική) βλ. συνώνυμο διακομιστής μεσολάβησης
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πληρεξούσιος εξυπηρετητής