Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πλημμυρίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλημμυρίζω
  2. θα πλημμυρίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλημμυρίζω