πλημμυρίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλημμυρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλημμυρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλημμυρίζω
- θα πλημμυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλημμυρίζω