πλαταγίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπλαταγίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαταγίζω
- θα πλαταγίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαταγίζω
πλαταγίσουν