πλαστοπροσωπήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπλαστοπροσωπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστοπροσωπώ
- θα πλαστοπροσωπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστοπροσωπώ