Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πλαστοπροσωπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλαστοπροσωπώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστοπροσωπώ
  3. θα πλαστοπροσωπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστοπροσωπώ