Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πλαστικοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλαστικοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστικοποιώ
  3. θα πλαστικοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστικοποιώ