πλαισιώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλαισιώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαισιώνω
- θα πλαισιώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαισιώνω
πλαισιώσουμε