Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαισιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος πλαισιώνω

  Ρήμα επεξεργασία

πλαισιώνομαι

→ δείτε τη λέξη πλαισιώνω