Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πιστολίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιστολίζω
  2. θα πιστολίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιστολίζω