πιστολίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπιστολίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιστολίζω
- θα πιστολίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιστολίζω
πιστολίσετε