Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πιστολίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιστολίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιστολίζω
  3. θα πιστολίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιστολίζω